καλβινικός

καλβινικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καλβίνο: Πολλοί στην Ευρώπη ακολούθησαν την καλβινική μεταρρύθμιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλβινικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καλβίνο ή στον καλβινισμό 2. το αρσ. ως ουσ. καλβινικός καλβινιστής*, αυτός που ασπάζεται τις αρχές τού Καλβίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calvinien < κύριο όν. Calvin… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”